ἀσθενεστέρου

ἀσθενεστέρου
ἀσθενής
without strength
masc/neut gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ερτογρούλ βέης — (1190; – 1281;). Οθωμανός ηγεμόνας. Ήταν ένας από τους 4 γιους του Σουλεϊμάν και πατέρας του Οσμάν, του ιδρυτή της Οθωμανικής δυναστείας. Αρχικά είχε εγκατασταθεί στην Αρμενία, αλλά όταν πέθανε ο πατέρας του στράφηκε προς τα Δ μαζί με τον αδελφό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”